Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

aborigine w=2


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο aborigine παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: w=2
Σε αυτή τη σελίδα: aborigine, aboriginal

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Aborigine n (indigenous Australian)Αβορίγινας ουσ αρσ/θηλ
 Aborigines are the indigenous people of Australia.
aborigine n (native, indigenous person)αυτόχθονας ουσ αρσ
 The Dayaks were among the aborigines of Borneo.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Aboriginal,
Aborigine
n
(Australian Aborigine) (ιθαγενής της Αυστραλίας)Αβορίγινας ουσ αρσ κύρ
  Αβορίγινας της Αυστραλίας περίφρ
 The Australian Aboriginals made art to tell stories.
aboriginal adj (indigenous)ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής επίθ
 The aboriginal population of South America was culturally diverse and highly fragmented.
Aboriginal adj (relating to indigenous peoples)των Αβορίγινων περίφρ
Σχόλιο: Capitalized when referring to Australian or Canadian indigenous peoples.
 Contemporary Aboriginal art builds on an artistic tradition that is hundreds of years old.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση aborigine w=2 στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «aborigine w=2».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!